- εντεροκήλη
- η(ιατρ.), κήλη η οποία οφείλεται σε πρόπτωση του εντέρου μέσα σε σάκο που αποτελείται από το περιτόναιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐντεροκήλη — intestinal hernia fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντεροκήλη — η (AM ἐντεροκήλη) κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος τού εντέρου μέσα στο όσχεο … Dictionary of Greek
ἐντεροκηλῶν — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεροκήλαις — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεροκήλην — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεροκήλης — ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεροκήλας — ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem acc pl ἐντεροκήλᾱς , ἐντεροκήλη intestinal hernia fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντερεκηλιτικός — ἐντεροκηλιτικός, ο (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη … Dictionary of Greek
εντερόμφαλον — ἐντερόμφαλον, το (Α) εντεροκήλη και ομφαλοκήλη … Dictionary of Greek
εχεκήλης — ἐχεκήλης, ες (Α) αυτός που πάσχει από εντεροκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κήλη] … Dictionary of Greek